χλωριτικός

χλωριτικός
-ή, -ό, Ν [χλωρίτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χλωρίτες
2. αυτός που περιέχει χλωρίτη
3. φρ. «χλωριτικός σχιστόλιθος»
γεωλ. πέτρωμα τών κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων ή κρυσταλλοπαγών σχιστολίθων, που ανήκει στην ομάδα τού χλωρίτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”